- περιβολή
- περιβολήcoveringfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιβολῇ — περιβολή covering fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβολή — η, ΝΜΑ [περιβάλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιβάλλω και περιβάλλομαι, περίφραξη, περιτριγύρισμα (α. «η περιβολή τού κτήματος με τοίχο» β. «η περιβολή τού οχυρού με τάφρο») νεοελλ. φρ. α) «περιβολή κρυστάλλου» (ορυκτ.) σύνηθες και… … Dictionary of Greek
περιβολή — η στολή, ένδυμα, φορεσιά, περίβλημα, σκέπασμα: Στα μοναστήρια δεν επιτρέπουν την είσοδο σ αυτούς που δεν έχουν σεμνή περιβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιβολῆι — περιβολῇ , περιβολή covering fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβολαῖς — περιβολή covering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβολαί — περιβολή covering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβολῆς — περιβολή covering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβολέων — περιβολή covering fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβολήν — περιβολή covering fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβολῶν — περιβολή covering fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)